Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρατισμός ο [kratizmós] Ο17 : πολιτική θεωρία που πρεσβεύει την καθολική ή μερική παρέμβαση του κράτους επάνω στην οικονομική και κοινωνική ζωή.
[λόγ. κράτ(ος) -ισμός μτφρδ. γαλλ. étatisme]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρατισμός ο.
-
- Συγκρατημός:
- δεν είχεν κρατισμόν (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 444).
[<αόρ. του κρατίζω + κατάλ. ‑μός]
- Συγκρατημός:



