Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κρασοπούλης
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κρασοπούλης ο.
  • Πωλητής κρασιού· ταβερνιάρης:
    • (Mπερτόλδος 52).

[<ουσ. κρασί + πουλώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go