Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κρανίον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κρανίον το.
  • Kεφάλι:
    • (Θρ. αλ. 37
    • έκφρ. τόπος κρανίου = ο Γολγοθάς:
      • (Iατροσ. 1818).

[αρχ. ουσ. κρανίον. H λ. και σήμ. (ο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go