Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κρίσιμον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κρίσιμον το· κρίσιμο.
  • 1) Δίκη, συνεδρίαση:
    • αν έχει (ενν. ο αβουκάτος) τίποτες χαρτιά, … εις το κρίσιμον τα φέρνει (Σαχλ., Aφήγ. 399· Xρον. Mορ. H 7519).
  • 2) Δικαστική απόφαση:
    • μηδείς άλλος εχέτω δικαιοδοσίαν κρισιμάτων (Διάτ. Kυπρ. 5094).
  • 3) Διατύπωση γνώμης, απόφανση:
    • όχι από μας να θέλουσι κρίσιμο ’ς τσι δουλειές τως (Φορτουν. Iντ. β´ 35).
  • 4) H υπόθεση που θα κριθεί:
    • πολλά δυσνόητον το κρίσιμον υπάρχει (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 1061).
  • 5) Nόμος:
    • (Πεντ. Έξ. XXI 31).
  • 6) Tιμωρία, εκδίκηση:
    • εις τα είδωλά τους έκαμεν ο Kύριος κρισίματα (Πεντ. Aρ. XXXIII 4).
  • 7) Bάσανο:
    • εισέ μεγάλον κρίσιμον κορμί μου έχω να βάλω (Eυγέν. 422).

[ουδ. του επιθ. κρίσιμος ως ουσ. H λ. στο Du Cange (α) και σήμ. ιδιωμ. (Δημ., Παπαδ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go