Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κράνο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κράνο το [kráno] Ο39 : ο καρπός της κρανιάς.

[ελνστ. κράνον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κράνος το [krános] Ο46 : μέρος του αμυντικού οπλισμού των στρατιωτών, που καλύπτει το κεφάλι και ένα μέρος του προσώπου. || αντίστοιχο προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού από ανθεκτικό υλικό, που φορούν οι πυροσβέστες, οι ανθρακωρύχοι, οι εργάτες της βαριάς βιομηχανίας, οι οδηγοί δικύκλων κτλ.

[λόγ. < αρχ. κράνος]

[Λεξικό Κριαρά]
Κράνος ο.
  • Προσωποπ. του ουσ. κράνον (L‑S, Κριαρ., ο):
    • (Πωρικ. I 26 κριτ. υπ).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρανοφόρος -α / -ος -ο [kranofóros] Ε14 : που φοράει κράνος: Tα κρανοφόρα τμήματα της αστυνομίας. || (ως ουσ.) ο κρανοφόρος: Iσχυρές αστυνομικές δυνάμεις με αύρες και κρανοφόρους.

[λόγ. κράν(ος) -ο- + -φόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες