Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κούτρουλος, επίθ· κουτρουλός.
-
- 1) Kουρεμένος· φαλακρός:
- (Παράφρ. Χων. 485)·
- αναμαλλιάρης, κούτρουλος (Αιν. άσμ. 80).
- 2) (Μεταφ.) κακομοίρης·
- (εδώ το θηλ. ως ουσ.) δούλα, υπηρέτρια:
- με τσι γραφές δουλεύεται (ενν. η γυναίκα) και με τσι κουτρουλές τση (Kατζ. Γ´ 319).
- (εδώ το θηλ. ως ουσ.) δούλα, υπηρέτρια:
[<επίθ. κουτρούλης κατά το κακομοίρης - κακόμοιρος. Ο τ. με επίδρ. επιθ. σε ‑ός· απ. στο Somav. και σήμ. στην Κρήτη (Ξανθιν.)]
- 1) Kουρεμένος· φαλακρός:



