Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κούρσεμα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κούρσεμα το [kúrsema] Ο49 : (λαϊκότρ.) η ενέργεια του κουρσεύω.

[μσν. κούρσεμα < κούρσευμα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] < κουρσεύ(ω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
κούρσεμα το,
βλ. κούρσευμα.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go