Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κούρντισμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κούρντισμα το [kúrdizma] Ο49 : 1. (προφ.) το κούρδισμα. 2. (μτφ.) ενοχλητικό πείραγμα: Σταμάτα πια το ~!

[κουρντισ- (κουρντίζω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go