Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κούραση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κούραση η [kúrasi] Ο33α : η κατάσταση στην οποία περιέρχεται κάποιος ύστερα από υπερβολική εργασία ή από ψυχική ή σωματική ένταση και η οποία εκδηλώνεται ως αίσθηση αδυναμίας και εξάντλησης: Σωματική / διανοητική / ψυχική ~, κόπωση. Aισθάνθηκα μεγάλη ~. Πέφτω κάτω / δε με κρατούν τα πόδια μου από την ~. Είμαι πεθαμένος / ψόφιος από ~. Πεθαίνω από / στην ~. Aκόμα δε συνήλθα από την ~ του ταξιδιού.

[κουρα- (κουράζω) -ση]

[Λεξικό Κριαρά]
κούραση η.
  • Κούραση:
    • όλες οι τέχνες κούραση δίδουσι των αθρώπω (Φορτουν. Γ´ 243).

[<κουράζω + κατάλ. ση. Η λ. στο Βλάχ. (ις) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go