Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κούμος ο.
-
- Ορνιθώνας·
- καλύβι:
- είχα καλλιά τον κούμο του (ενν. ενούς χωριάτη) παρά υψηλό παλάτι (Ροδολ. Β´ 56).
- καλύβι:
[βλ. Καραποτόσογλου 1984: 10-6. Η λ. και σήμ. κρητ.]
- Ορνιθώνας·



