Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κούκου
52 items total [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κούκου [kúku] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τη φωνή του κούκου. || ~ (τζα), επιφώνημα ιδίως σε κρυφτούλι με μωρά.

[μσν. κούκου ηχομιμ. (πρβ. αρχ. κόκκυ, αρχική προφ. [kókku] )]

[Λεξικό Κριαρά]
κούκου, επιφ.
  • Ως αισχρολογία:
    • κούκου, κοπεί το ποδάριν σου (Σπανός A 516).

[ηχομιμητική λ. Απ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουκουβάγια η [kukuvája] Ο25 : κοινή ονομασία για πολλά νυκτόβια αρπακτικά πτηνά με μεγάλο κεφάλι, γαμψό ράμφος, μεγάλα στρογγυλά μάτια που κοιτάζουν ακίνητα, μικρή ουρά και δυνατά πόδια με κοφτερά νύχια: Οι κουκουβάγιες φωλιάζουν στις ερημιές και στα ερείπια. Mάτια σαν της κουκουβάγιας, μεγάλα και ανέκφραστα. H ~ είναι σύμβολο της γνώσης και της σοφίας. ΠAΡ Άλλα τα μάτια* του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.

[μσν. κουκουβάγια ηχομιμ. < κουκουβάου]

[Λεξικό Κριαρά]
κουκουβάγια η· κουκουβάγη· κουκουβάια.
  • Το πουλί κουκουβάγια:
    • ακώ μιαν κουκουβάγια κι έκραξεν (Φαλιέρ., Ιστ. 278 κριτ. υπ).
  • Ο τ. ‑βάια ως τοπων.:
    • (Πορτολ. Α 1787).

[ηχοπ. λ. Ο τ. βάια σε σχόλ. και τ. κοκοβάια και κουκοβάια σε Γλωσσάρ. (Du Cange, λ. κοκοβάια· πβ. και Meursius, λ. κοκκόβα). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κουκουβαγιόμματος, επίθ.· κουκουβαϊόμματος.
  • Που έχει μάτια σαν της κουκουβάγιας:
    • (Πωρικ. I 48 κριτ. υπ).

[<ουσ. κουκουβάγια + ομμάτι(ν)]

[Λεξικό Κριαρά]
κουκουβαγιομύτης, επίθ.· κουκοβαγιομύτης· κουκουβαϊομύτης· κουκουβαομύτης.
  • Που έχει μύτη σαν της κουκουβάγιας:
    • έχω … Ρεβίθην τον κουκουβαγιομύτην (Πωρικ. II 53).

[<ουσ. κουκουβάγια + μύτη]

[Λεξικό Κριαρά]
κουκουβάια η,
βλ. κουκουβάγια.
[Λεξικό Κριαρά]
κουκουβαϊόμματος, επίθ.,
βλ. κουκουβαγιόμματος.
[Λεξικό Κριαρά]
κουκουβαϊομύτης, κουκουβαομύτης, επίθ.,
βλ. κουκουβαγιομύτης.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουκουβάου [kukuváu] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τη φωνή της κουκουβάγιας.

[ηχομιμ. (πρβ. αρχ. επίσης ηχομιμ. κικκαβαῦ)]

< Previous   [1] 2 3 4 5   Next >
Go to page:Go