Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοψομεσιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοψομεσιάζω [kopsomesxázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) για φορτίο που καταπονεί τη μέση κάποιου, συνήθ. όταν έχει υπερβολικό βάρος: Kοψομεσιάστηκε να κουβαλάει πέτρες όλη μέρα. Mε κοψομέσιασαν αυτές οι τσάντες.

[κοψο- + μέσ(η) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες