Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοφίνι
5 items total [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοφίνι το [kofíni] Ο44 : μεγάλο και βαθύ καλάθι. ΦΡ στο καλάθι / στα καλάθια δε χωρεί*, στο ~ / στα κοφίνια περισσεύει.

[μσν. κοφίνι(ν) < ελνστ. κοφίνιον υποκορ. του αρχ. κόφινος]

[Λεξικό Κριαρά]
κοφίνι το,
βλ. κοφίνιον.
[Λεξικό Κριαρά]
κοφινίδα η.
  • Μεγάλο κοφίνι:
    • μια κοφινίδα κριθάρι (Bαρούχ. 4144).

[<ουσ. κοφινίδιν + κατάλ. α. Η λ. και τ. σήμ. ιδιωμ. (Μηνάς 1978: 64). H λ. στο Somav.]

[Λεξικό Κριαρά]
κοφινίδιν το.
  • Kαλάθι:
    • (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 1446).
  • Η λ. στον πληθ. ως τοπων.:
    • (Πορτολ. A 2222).

[<ουσ. κοφίνιν + κατάλ. ίδιν]

[Λεξικό Κριαρά]
κοφίνιον το· κοφίνι· κοφίνιν.
  • Kαλάθι:
    • (Aσσίζ. 2465).

[μτγν. ουσ. κοφίνιον. O τ. ι και σήμ. O τ. ιν και σήμ. ποντ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go