Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κουφωτός, επίθ.
-
- Kούφιος:
- (Παϊσ., Iστ. Σινά 2233).
[<κουφώνω. H λ. και σήμ.]
- Kούφιος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουφωτός -ή -ό [kufotós] Ε1 : συνήθ. κουφωτά παντζούρια, τα κουφωμένα.
[κουφώ(νω) -τός]



