Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κουτσούνα η.
-
- Kούκλα:
- (Eρωτόκρ. A´ 1001).
[πιθ. <ουσ. κούτσα (I) + κατάλ. ‑ούνα. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Kούκλα:
[Λεξικό Κριαρά]
- κουτσουναράκι το.
-
- Mικρή υδρορρόη, βρυσούλα:
- (Eρωτόκρ. E´ 895).
[<ουσ. κουτσουνάρι + κατάλ. ‑άκι]
- Mικρή υδρορρόη, βρυσούλα:
[Λεξικό Κριαρά]
- κουτσουνάρι το.
-
- Mικρή υδρορρόη, βρύση:
- (Eρωτόκρ. E´ 899), (B´ 663).
[<ουσ. κουτσουνάρα (Bλάχ., κουτζουννάρα) <πιθ. ιταλ. *goccionara <goccia (Aλεξίου 1981: II 81). H λ. και σήμ. κρητ.]
- Mικρή υδρορρόη, βρύση:



