Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κουτσοφλέβαρος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουτσοφλέβαρος ο [kutsoflévaros] Ο20 : (οικ.) χαρακτηρισμός του Φεβρουαρίου, επειδή έχει λιγότερες μέρες από τους άλλους μήνες.

[κουτσο- + Φλεβάρ(ης) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go