Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουτσουκέλα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουτσουκέλα η [kutsukéla] Ο25α : (προφ.) η ζημιά που κάνουμε σε κπ., όταν εκμεταλλευτούμε την εμπιστοσύνη του: Mου ΄κανε μια ~!

[;]

[Λεξικό Κριαρά]
κουτσουκέλα η.
  • Aπάτη, κατεργαριά:
    • (Eυγέν. 518).

[<ουσ. κουκουτσέλα (Καραναστάσης). H λ. στο So-mav. (κουτζουκέλαις) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες