Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουτσομύτης ο [kutsomítis] Ο11 θηλ. κουτσομύτα [kutsomíta] Ο25α : οικ.) που η μύτη του είναι κομμένη στην άκρη, συνήθ. για κπ. με κοντή και πλακουτσωτή μύτη.
[μσν. κουτσομύτης < κουτσο- + μύτ(η) -ης (πρβ. μσν. κοψομύτης)· κουτσομύτ(ης) -α]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουτσομύτης, επίθ.· κουτσομούττης· θηλ. κουτσομύτα.
-
- Που έχει κομμένη μύτη:
- (Πουλολ. 496 κριτ. υπ).
- Το αρσ. ως παρων.:
- (Σουμμ., Ρεμπελ. 170).
[<επίθ. κουτσός + ουσ. μύτη. O τ. και σήμ. κυπρ. H λ. τον 11. αι. και σήμ.]
- Που έχει κομμένη μύτη:



