Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουτρουβάλα η [kutruvála] Ο25α : (οικ.) κατρακύλισμα με το κεφάλι προς τα κάτω· τούμπα
12α: Πήρε μια ~ στις σκάλες και τσακίστηκε. [κουτρουβαλ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.)]



