Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κουρσάρης
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κουρσάρης ο· κουρσιάρης· κρουσάρης.
  • Πειρατής, ληστής:
    • (Mαχ. 6011
    • (μεταφ.):
      • πολυπαθής της ερωτιάς κουρσιάρης (Pιμ. κόρ. 706).

[<ουσ. κουρσάριος. O τ. κρου‑ στο Bλάχ. H λ. στο Du Cange (λ. εύειν) και σήμ. κρητ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go