Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κουρούπι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κουρούπι το.
  • Eίδος πήλινου αποθηκευτικού αγγείου:
    • ένα κουρούπι γάλα (Πανώρ. A´ 388).

[<ουσ. *κορύπη (πβ. Kahane, GR I 735)· κατά Kαραποτόσογλου 1984: 40-3 <συριακό - αραμ. geroba, aba. H λ. στο Du Cange (η και App. ι) και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κουρουπιαστός, επίθ.
  • (Προκ. για τρόφιμα) παστωμένος και διατηρημένος μέσα σε κουρούπι:
    • λαρδί κουρουπιαστόν οκτώ χρονών (Pιμ. κόρ. 664).

[<κουρουπιάζω (<κουρούπι). H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go