Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κουρούπα η.
-
- Πήλινο δοχείο, πιθάρι:
- βάνεις (ενν. τα κομμάτια του τυριού) εισέ κουρούπα αλειφτήν (Αγαπ., Γεωπον. 251).
[<ουσ. κουρούπι + κατάλ. ‑α ή <ουσ. *κορύπη. Η λ. και διάφ. τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Πήλινο δοχείο, πιθάρι:



