Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κουρούνα
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουρούνα η [kurúna] Ο25 : είδος πουλιού που ανήκει στην ίδια οικογένεια με το κοράκι, είναι μικρότερο σε μέγεθος και έχει μαύρο γυαλιστερό φτέρωμα.

[μσν. κουρούνα < αρχ. κορών(η) μεταπλ. ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [n] )]

[Λεξικό Κριαρά]
κουρούνα (I) η· κορώνη.
  • Kουρούνα:
    • (Aιτωλ., Mύθ. 971
    • φρ. γίνομαι κουρούνα = μεθώ υπερβολικά:
      • (Σαχλ. B´ PM 374).

[<αρχ. ουσ. κορώνη. H λ. στο Du Cange και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κουρούνα (II) η.
– Βλ. και κορόνα.
  • Στέμμα·
    • έκφρ. αυλή της κουρούνας = βασιλική αυλή:
      • (Aσσίζ. 35624).

[<προβ. courouna. H λ. στο Meursius (ννα) και σήμ. κυπρ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go