Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κουροπαλάτης ο· κουροπαλάδιος.
-
- Ανώτατος αξιωματούχος, ο διαχειριστής του παλατιού:
- (Πωρικ. I 79).
[<λατ. cura palatii. H λ. τον 6. αι.]
- Ανώτατος αξιωματούχος, ο διαχειριστής του παλατιού:



