Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κουρελού
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουρελού η [kurelú] Ο37 : υφαντό στο οποίο ως υφάδι έχουν χρησιμοποιηθεί λεπτές λουρίδες διάφορων υφασμάτων και το οποίο χρησιμεύει ως πρόχειρο χαλί ή στρωσίδι.

[< κουρελού (δες στο κουρελής)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go