Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κουρελής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουρελής ο [kurelís] Ο8 θηλ. κουρελού [kurelú] Ο37 : αυτός που είναι ντυμένος με πολύ παλιά και φθαρμένα ρούχα· ο κουρελιάρης, ο ρακένδυτος. || μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου φτωχού: Mε τους κουρελήδες κάνεις παρέα;

[κουρέλ(ι) -ής· κουρελ(ής) -ού]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go