Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κουνενός
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κουνενός ο· πληθ. κουνενά τα.
  • Μικρό πήλινο αγγείο που χρησιμοποιούνταν ως ποτήρι·
    • (εδώ ως σκεύος για μαγικές ενέργειες):
      • μα ’γώ θαρρώ στον κουνενό μαζί κουκκιά να βάνει (Πανώρ. Γ´ 260).

[πιθ. <αραβ. qannina (Καραποτόσογλου 1984: 45· πβ. αυτ. 32-3). Η λ. και σήμ. κρητ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go