Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κουνενές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουνενές ο [kunenés] Ο13 : (παρωχ., λαϊκ.) 1. το νεογέννητο παιδί, το βρέφος. 2. άνθρωπος ξεμωραμένος.

[;]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go