Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κουνάδι
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κουνάδι το.
  • Κουνάβι:
    • Κουνάδι έναν πετεινόν θέλοντας να τον πνίξει … (Αιτωλ., Μύθ. 61).

[<σλαβ. kuna + κατάλ. άδι. Η λ. στο Du Cange (η). Τ. βι σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go