Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κουνάδι το.
-
- Κουνάβι:
- Κουνάδι έναν πετεινόν θέλοντας να τον πνίξει … (Αιτωλ., Μύθ. 61).
[<σλαβ. kuna + κατάλ. ‑άδι. Η λ. στο Du Cange (‑η). Τ. ‑βι σήμ.]
- Κουνάβι:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[<σλαβ. kuna + κατάλ. ‑άδι. Η λ. στο Du Cange (‑η). Τ. ‑βι σήμ.]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |