Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουμπάρος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουμπάρος ο [kumbáros] Ο18 θηλ. κουμπάρα [kumbára] Ο25 : 1. αυτός που κατά την τελετή του γάμου αλλάζει τα στέφανα στο νέο ζευγάρι· παράνυμφος. || αυτός που κατά την τελετή του πολιτικού γάμου παρίσταται στο δημαρχείο ως μάρτυρας. ΠAΡ ΦΡ (παντρεύομαι) με παπά* και με κουμπάρο. 2. αυτός που βαφτίζει το παιδί κάποιου, σε σχέση με τους γονείς του παιδιού· ανάδοχος, νονός. 3. (λαϊκότρ.) φιλική προσφώνηση συνήθ. σε άγνωστο: Tι ώρα είναι κουμπάρε; (έκφρ.) παίζουμε τις κουμπάρες, για κοριτσάκια που, παίζοντας, παριστάνουν τις νοικοκυρές, και ως ΦΡ για επιπόλαιη και ανώριμη αντιμετώπιση ενός σοβαρού θέματος: Tις κουμπάρες θα παίζουμε τώρα;, κοροϊδευόμαστε; κουμπαρούλης ο θηλ. κουμπαρούλα YΠΟKΟΡ.

[μσν. κουμπάρος < ιταλ. compar(e) (στις σημ. 2, 3) -ος ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [m] )· κουμπά ρ(ος) -α· κουμπάρ(ος) -ούλης· κουμπαρούλ(ης) -α]

[Λεξικό Κριαρά]
κουμπάρος ο.
  • 1) Παράνυμφος:
    • (Πανώρ. Β´ 56).
  • 2) Παράνυμφος ή ανάδοχος:
    • (Χρον. Τόκκων 878).
  • Στην κλητ. ως προσφών. = φίλε:
    • (Βουστρ. 26610).

[<βεν. compare. Τ. κο‑ στο Du Cange (λ. κό‑). Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες