Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κουλάδι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουλάδι το [kuláδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) το κουλό: Kάτω τα κουλάδια σου! Kουλάδια είναι τα χέρια του, αδέξια.

[κουλ(ός) -άδι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go