Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κουκουρίκου
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουκουρίκου [kukuríku] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τη φωνή του κόκορα· κικιρίκου.

[ηχομιμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go