Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κουκλί
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουκλί το [kuklí] Ο43 : μικρή κούκλα 1, συνήθ. ως χαρακτηρισμός πολύ όμορφου παιδιού ή νεαρού κοριτσιού.

[κούκλ(α)1]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουκλίστικος -η -ο [kuklístikos] Ε5 : 1. που ανήκει σε κούκλα ή που έχει σχέση με αυτή. 2. για κπ. ή για κτ. εξαιρετικά όμορφο, χαριτωμένο και συνήθ. μικροσκοπικό: Kουκλίστικο προσωπάκι. Kουκλίστικο σπίτι.

[κούκλ(α) 1 -ίστικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go