Παράλληλη αναζήτηση
| 5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κουζίν το.
-
- Σταμνί με ένα χερούλι και πλατύ στόμιο, δοχείο:
- εσυγκέρναν κρασίν με το νερόν εις έναν κουζίν (Μαχ. 5445· 55424).
[<κυπρ. ουσ. κούζα (<αραβ. kūza) + κατάλ. ‑ίν. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Σταμνί με ένα χερούλι και πλατύ στόμιο, δοχείο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουζίνα η [kuzína] Ο25 : 1. ο χώρος του σπιτιού όπου γίνεται η προετοιμασία και το μαγείρεμα του φαγητού: Mεγάλη / φωτεινή ~. Tραπέζι / καρέκλες κουζίνας. Έπιπλα / σκεύη κουζίνας. Συνήθως τρώμε στην ~. 2. ειδική συσκευή με εστίες και φούρνο, όπου γίνεται το μαγείρεμα: Hλεκτρική ~. ~ γκαζιού / υγραερίου. 3. η τέχνη της παρασκευής του φαγητού· σύνολο από γνώσεις, κανόνες και τεχνικές που αφορούν το μαγείρεμα· η μαγειρική: Φημίζεται για την ~ της. Γαλλική / ανατολίτικη ~.
κουζινίτσα η YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. 1. κουζινούλα η YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. 1. κουζινάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. [βεν. cusina· κουζίν(α) -ίτσα, -ούλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουζινέτο 1 το [kuzinéto] Ο39 : μικρή συσκευή για το μαγείρεμα.
[ιταλ.(;)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουζινέτο 2 το : (μηχανολ.) στοιχείο μηχανής που στηρίζει και οδηγεί έναν περιστρεφόμενο άξονα· έδρανο.
[ιταλ. cuscinetto ( [s > z] ;)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουζινικά τα [kuziniká] Ο38 : τα μαγειρικά σκεύη.
[κουζίν(α) -ικά, ουδ. πληθ. του -ικός]



