Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κουβούκλιο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουβούκλιο το [kuvúklio] Ο41 : ελαφριά θολωτή κατασκευή, συνήθ. φορητή, που καλύπτει κτ. προστατευτικά: Tο ~ του επιταφίου. || στα φορτηγά αυτοκίνητα η καμπίνα του οδηγού, σε σχέση με την καρότσα.

[λόγ. < μσν. κουβούκλιον < μσνλατ. cobucl(um) -ιον (λατ. cubic(u)lum `κρεβατοκάμαρα΄) ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [v] )]

[Λεξικό Κριαρά]
κουβούκλιον το· κουβούκλι· κουβούκλιν.
  • 1) Δωμάτιο, υπνοδωμάτιο (με θολωτή στέγη ή όχι):
    • εις το κουβούκλιν ήμπασιν, στην κλίνην του γαμπρού τους (Διγ. Esc. 416).
  • 2) Θολωτή στέγη, θόλος· κιβώριο:
    • βουνί … ωσάν κουβούκλι (Πορτολ. Β 376· Hagia Sophia ω 52718).
  • 3) Κλουβί:
    • κουβούκλιον εκ σιδήρου ποιήσας έσω αυτόν ενέβαλε (Ψευδο-Σφρ. 22427).

[μτγν. ουσ. κουβούκλι(ο)ν (L‑S Suppl., λ. είον)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go