Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κουάκερ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουάκερ το [kuáker] Ο (άκλ.) : αλεύρι βρόμης που χρησιμοποιείται για την παρασκευή κρέμας.

[λόγ. < αγγλ. quaker (ορθογρ. δαν.) σήμα κατατ. (< Quaker δες Κουάκερος)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουάκερος ο [kuákeros] Ο20 : οπαδός μιας προτεσταντικής αίρεσης που αναπτύχθηκε κυρίως στις Hνωμένες Πολιτείες της Aμερικής.

[λόγ. < αγγλ. Quaker -ος (ορθογρ. δαν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go