Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοτσονάτος -η -ο [kotsonátos] & κοτσανάτος -η -ο [kotsanátos] Ε3 : για άνθρωπο μεγάλης ηλικίας που διατηρείται ακμαίος και θαλερός: ~ γέρος.
[κοτσα-: κοτσάν(ι) -άτος· κοτσο-: ανομ. [a-a > o-a] ]



