Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοτσονάτος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοτσονάτος -η -ο [kotsonátos] & κοτσανάτος -η -ο [kotsanátos] Ε3 : για άνθρωπο μεγάλης ηλικίας που διατηρείται ακμαίος και θαλερός: ~ γέρος.

[κοτσα-: κοτσάν(ι) -άτος· κοτσο-: ανομ. [a-a > o-a] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go