Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοτέτσι το [kotétsi] Ο44 : 1. χώρος περιφραγμένος, στεγασμένος ή όχι, όπου φυλάγουν τις κότες. 2. (μτφ., οικ.) χαρακτηρισμός πολύ μικρού και στενόχωρου διαμερίσματος.
[σλαβ. kotets -ι]



