Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοσμογυρισμένος -η -ο [kozmojirizménos] Ε3 : ως χαρακτηρισμός προσώπου που έχει ταξιδέψει σε πολλά μέρη και κατά συνέπεια έχει συσσωρεύσει πολλές εμπειρίες και γνώσεις.
[κοσμο- + γυρισμένος]



