Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοροϊδιλίκι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοροϊδιλίκι το [kor(oi)δilíki] Ο44α : (οικ.) 1. κοροϊδία. 2. ρεζιλίκι: Tι κοροϊ διλίκια είναι αυτά; Πώς είσαι έτσι ντυμένος;

[κορόιδ(ο) -ιλίκι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go