Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κορασίς
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κορασίς ‑ίδα η.
  • 1)
    • α) Κορίτσι, κοπέλα:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 57325
      • κλάηματ’ απού γίνουνται για κορασίδας κάλλη (Πανώρ. Πρόλ. 89
    • β) παρθένα, ανύπαντρη γυναίκα:
      • η παιδοπούλα … κορασίδα, και ανήρ δεν την ήξερεν (Πεντ. Γέν. XXIV 16· Συναξ. γυν. 1140).
  • 2) Κόρη, θυγατέρα:
    • (Πτωχολ. α 505).
  • 3) Συντρόφισσα, ακόλουθος· θεραπαινίδα:
    • από τες κορασίδες σου καμιά μ’ εσέ μην φέρεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [1041]
    • μπαίνει μέσα με τσι κορασίδε τση η Ροδοδάφνη (Ροδολ. Β´ μετά στ. 506).

[<ουσ. κοράσιον + κατάλ. ίς/‑ίδα. Η λ. (ίς) τον 7. αι.· ίδα στο Meursius και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go