Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοραλλένιος -α -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κοραλλένιος, επίθ.· κοριαλλένιος· κουρελλένος.
  • Που έχει το χρώμα του κοραλλιού, κόκκινος:
    • κοραλλένια χείλη (Βοσκοπ. 272).

[<ουσ. κοράλλιν + κατάλ. ένιος. Ο τ. κορια‑ στον Κατσαΐτη. Ο τ. κουρελλένος και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοραλλένιος -α -ο [koralénos] Ε4 : 1. που είναι κατασκευασμένος από κοράλλι: Kοραλλένια σκουλαρίκια. 2. (μτφ.) που είναι κόκκινος σαν το κοράλλι, που έχει το χρώμα του κοραλλιού: Kοραλλένια χείλη.

[κοράλλ(ι) -ένιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go