Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοπτήριο το [koptírio] Ο40 : εργαστήριο ή ειδικό τμήμα βιοτεχνίας, βιομηχανίας κτλ., όπου κόβουν τα προς επεξεργασία υλικά.
[λόγ. κόπ(τω) -τήριον (διαφ. το ελνστ. κοπτήριον `μέρος για λίχνισμα του σταριού΄)]



