Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κοπροφάγος ο.
-
- Αυτός που τρώει κοπριές:
- χοίρου του κοπροφάγου (Διήγ. παιδ. 461).
[μτγν. ουσ. κοπροφάγος. Λ. ‑φάας σήμ. ποντ.]
- Αυτός που τρώει κοπριές:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοπροφάγος -ος / -α -ο [koprofáγos] Ε14 : που τρέφεται με κόπρανα: Kοπροφάγα έντομα. || (ως ουσ.) ο κοπροφάγος, θηλ. κοπροφάγος.
[λόγ. < ελνστ. κοπροφάγος]



