Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοπιράιτ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοπιράιτ το [kópiráit] Ο (άκλ.) : το αποκλειστικό δικαίωμα στη δημοσίευση, ανατύπωση ή παρουσίαση ενός λογοτεχνικού, επιστημονικού κτλ. έργου.

[λόγ. < αγγλ. copyright]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go