Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοπελούδα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοπελούδα η [kopelúδa] Ο26 : (λαϊκότρ.) νεαρή κοπέλα.

[μσν. κοπελούδα < κοπέλ(α) -ούδα]

[Λεξικό Κριαρά]
κοπελούδα η.
  • Μικρή κοπέλα:
    • κοπελούδα αμάθητη (Ερωτόκρ. Δ´ 22).

[<ουσ. κοπέλα + κατάλ. ούδα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go