Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοπελίτσα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κοπελίτσα η.
  • Μικρή κοπέλα:
    • (Συναξ. γυν. 497).

[<ουσ. κοπέλα + κατάλ. ίτσα. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go