Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοπανέλι το [kopanéli] Ο44 : μικρό ατρακτοειδές ξύλο γύρω από το οποίο τυλίγεται λεπτή κλωστή και με το οποίο πλέκεται δαντέλα σύμφωνα με ένα σχέδιο που είναι αποτυπωμένο σε χαρτί ειδικής κατασκευής, στερεωμένο επάνω σε ένα μικρό μαξιλάρι. || είδος δαντέλας που πλέκεται με αυτό τον τρόπο.
[κόπαν(ος) -έλι ή βεν. copan(o) ( [kó-] ) `λόγχη΄ -έλι(;)]



