Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοντόφθαλμος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοντόφθαλμος -η -ο [kondófθalmos] Ε5 : που δεν έχει διορατικότητα, που δεν μπορεί να δει τα πράγματα μακροπρόθεσμα και με προοπτική, που έχει περιορισμένη αντίληψη και κρίση· κοντόθωρος: Kοντόφθαλμη πολιτική. κοντόφθαλμα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. κοντ(ο)- 1 + οφθαλμ(ός) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go