Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοντοσούβλι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοντοσούβλι το [kondosúvli] Ο44 : μικρή σούβλα στην οποία ψήνεται κρέας κομμένο σε μικρά κομμάτια. || το κρέας που ψήνεται με αυτόν τον τρόπο.

[κοντο- 1 + σούβλ(α) -ι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go